ὀξύπληκτος

ὀξύπληκτος
ὀξῠ-πληκτος, ον,
A struck by a sharp blow, cj. in S.Ant.1301.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξύπληκτος — ὀξύπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει υποστεί οξύ, ισχυρό πλήγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. χαλκό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”